- πλευρόθεν
- Αεπίρρ. από την πλευρά, από τα πλάγια.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλευρά + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. μητρό-θεν)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλευρόθεν — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευρά — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… … Dictionary of Greek